αγγιχτικός

αγγιχτικός
-ή, -ό [αγγιχτός]
προσβλητικός, σκωπτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγγιχτικός — ή, ό αυτός που προσβάλλει, που θίγει: Τα λόγια του ήταν πολύ αγγιχτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”